- αποθαμένος
- η , ο умерший, мёртвый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαίνω — (Μ ἀποθαίνω) πεθαίνω μσν. Ι. 1. (για τον ήλιο) βασιλεύω 2. φονεύω II. (παθ. μτχ.) ἀποθαμένος 1. ο πεθαμένος 2. (ουδ. πληθ.) τ αποθαμένα όλοι οι πεθαμένοι συγγενείς κάποιου (σε ευχή ή κατάρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. απέθανον τού αρχ. αποθνήσκω, χωρίς… … Dictionary of Greek
πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα … Dictionary of Greek